πλειστηρίζομαι

πλειστηρίζομαι
πλειστηρίζομαι
name as chief
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πλειστηρίζομαι — Α [πλειστήρης] (ποιητ. τ.) 1. θεωρώ κάτι ως σημαντικό 2. (κατ επέκτ.) καυχώμαι για κάτι («καὶ φίλτρα τόλμης τῆσδε πλειστηρίζομαι τὸν πυθόμαντιν Λοξίαν», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”